Στη Formula 1, όταν οι γυναίκες προβάλλονται με γνώμονα τη σύνδεσή τους με πετυχημένους άνδρες, τίθεται ένα θέμα που αφορά τη σύγχρονη αντίληψη των φύλων. Σε κάθε Grand Prix, οι κάμερες είναι συνήθως στραμμένες στα αυτοκίνητα και τους οδηγούς, αλλά δεν παραλείπουν να εστιάσουν πολλές φορές στις γυναίκες που τους συνοδεύουν. Μικρές στιγμές που εστιάζουν σε χαμόγελα, ρούχα και στυλ μοιάζουν να προσθέτουν χρώμα στην αφήγηση, χωρίς να αναγνωρίζουν τη δραματική πραγματικότητα πίσω από αυτά τα πλάνα.
Η εικόνα αυτή δεν είναι ούτε αθώα ούτε τυχαία. Αντιπροσωπεύει τη μακρόχρονη ιδέα ότι οι γυναίκες είναι «προέκταση» των ανδρών τους. Η συνεχής παρουσία αυτής της νοοτροπίας στη Formula 1, ενός από τους πιο καινοτόμους και θεαματικούς τομείς του αθλητισμού, αναδεικνύει την αργή πρόοδο που έχουμε κάνει ως κοινωνία.
Ο όρος WAG (Wives And Girlfriends) υποδεικνύει μια κυρίαρχη κουλτούρα που ξεκίνησε από τα βρετανικά ταμπλόιντ και έχει επηρεάσει σχεδόν όλα τα αθλήματα, περιλαμβανομένης και της Formula 1. Οι γυναίκες αυτές συχνά είναι επαγγελματίες ή ταλέντα από άλλους τομείς, αλλά στην τηλεοπτική κάλυψη συνήθως εμφανίζονται ως «σύντροφοι» των οδηγών.
Αυτό το σύστημα δεν είναι μόνο ατυχές για τις ίδιες αυτές γυναίκες, αλλά υπονομεύει και την ποιότητα του αθλήματος. Όταν μια αναφορά αντικαθιστά τεχνικές λεπτομέρειες με ένα πλάνο μιας καλλιτεχνικής τσάντας, η Formula 1 χάνει την ουσία της.
Η κάμερα δεν είναι ουδέτερη — λειτουργεί ως εργαλείο που επιλέγει και καθορίζει τι είναι σημαντικό. Το επαναλαμβανόμενο πλάνο γυναικών που δεν συμμετέχουν άμεσα στις εξελίξεις των αγώνων δημιουργεί μια ψευδή ιεραρχία: ο άνδρας οδηγεί, η γυναίκα διακοσμεί.
Η τηλεόραση ισχυρίζεται ότι απλώς αντανακλά τα ενδιαφέροντα του κοινού, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτή η εικόνα διαμορφώνει την αντίληψη του κοινού. Η επανάληψη της ίδιας εικόνας τελικά τη νομιμοποιεί, όπως παλαότερα θεωρούνταν φυσικό να μην υπάρχουν γυναίκες στα paddock.
Εδώ και χρόνια, το «personal branding» έχει μετατρέψει ακόμα και τις προσωπικές σχέσεις σε στοιχεία εμπορικής εικόνας. Οι σύντροφοι των αθλητών πολλές φορές γίνονται κομμάτι της αναγνωρισιμότητας τους — αυτή η συνθήκη είναι προβληματική όταν προέρχεται περισσότερο από τις ανάγκες της μιντιακής βιομηχανίας παρά από τη θέληση των ίδιων των γυναικών.
Η προσωπική τους ταυτότητα και επαγγελματική διαδρομή συχνά υποχωρούν. Μπορεί να είναι ικανές και πολύπλευρες, αλλά απέναντι στις κάμερες είναι πάντα «η σύντροφος» κάποιου άλλου. Αυτή η προσέγγιση ξεπερνά τον σεξισμό — είναι απλά προσβλητική.
Πολλοί θα τις θεωρήσουν αδιάφορες λεπτομέρειες, αλλά με ποια κριτήρια; Κάθε πλάνο που προβάλλει αυτό το μοτίβο διαμορφώνει πρότυπα και αξίες, υπενθυμίζοντας στις νέες γυναίκες ότι η ορατότητα συνδέεται με τη σχέση τους με κάποιον άντρα. Αυτό είναι μια κοινωνική υποχώρηση.
Η ειρωνεία είναι ότι η τάση αυτή συμβαδίζει με δηλώσεις «ενδυνάμωσης» και hashtags για ισότητα. Ο ίδιος μηχανισμός που περιορίζει τις γυναίκες σε σκηνές παρακολούθησης, προβάλλει ταυτόχρονα μηνύματα για diversité και empowerment, αποθεώνοντας μια υποκριτική μορφή ισότητας.
Η πρόταση δεν είναι να υπάρξει επανάσταση, αλλά να εφαρμοστεί κοινή λογική. Οι παραγωγές πρέπει να καθορίσουν κανόνες: λιγότερες lifestyle σκηνές και περισσότερη ουσία. Αν μια γυναίκα είναι σύντροφος ενός οδηγού, ας προβληθεί και η δική της ταυτότητα και οι επιτυχίες της.
Η πρόσβαση σε γυναίκες δημοσιογράφους και παραγωγούς είναι κρίσιμη, ώστε να διαμορφώνεται η είδηση με ένα διαφορετικό πρίσμα. Είναι απαραίτητο να μην ξεχνάμε τις γυναίκες σε ρόλους μειωτικούς, ειδικά όταν η ορατότητα τους έχει αξία για την κοινωνία μας.
Η αλλαγή ξεκινά από μικρές αποφάσεις — από την επιλογή των συγκεκριμένων πλάνων που θα προβάλλονται, μέχρι το να δίνουμε χώρο σε γυναικείες φωνές. Όταν σταματήσουμε να βλέπουμε τις γυναίκες μόνο ως «τη γυναίκα του» και αρχίσουμε να τις αναγνωρίζουμε για την ύπαρξή τους, ίσως καταφέρουμε να τις δούμε όπως πραγματικά είναι: ανεξάρτητες, ισχυρές και ισότιμες.